συγκαταφερομένη

συγκαταφερομένη
σύν-καταφέρω
bring down
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συγκαταφέρω — ΜΑ [καταφέρω, ομαι] παθ. συγκαταφέρομαι κατέρχομαι με άλλον, φέρομαι προς τα κάτω μαζί («ὥς ὕδωρ καὶ χάλαζα συγκαταφερομένη βίᾳ», ΠΔ) αρχ. 1. φέρω μαζί προς τα κάτω 2. παθ. (για αρτηρία) παίρνω την ίδια κατεύθυνση με άλλον 3. βοηθώ σε κηδεία, πιθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”